- κρασπεδίτης
- κρασπεδίτης [ῑ], ου, ὁ,A hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρασπεδίτης — κρασπεδίτης, ὁ (Α) [κράσπεδον] ο τελευταίος τού χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο … Dictionary of Greek
κρασπεδίτην — κρασπεδίτης hindmost person in a chorus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)